Ο Σταύρος Κωνσταντίνου είναι μαθητής στην Β’ τάξη στο 2ο Λύκειο Αγρινίου. Ασχολείται με την λογοτεχνία, την φιλοσοφία, την γλωσσολογία και την ιστορία ερασιτεχνικά από νεαρή ηλικία. Το σχολικό έτος 2023-2024 διακρίθηκε στον μαθητικό διαγωνισμό ποίησης της Παναγίας Προυσιώτισσας, λαμβάνοντας την τρίτη θέση.
Γράφει ποιήματα από το ηλικία 12 ετών έως και σήμερα. Αγαπημένοι του λογοτέχνες είναι ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Ουμπέρτο Έκο και ο Ζαν Πωλ Σαρτρ. Την ποίηση του διακρίνει η αγάπη για την Ελλάδα, η συναίσθηση των παθών του έθνους και μια ελπίδα για ανάσταση και πρόοδο.
Πολύ ξεχωριστή η συνάντηση μου με τον Σταύρο Κωνσταντίνου και οι συζητήσεις που κάναμε για να έρθουμε πιο κοντά. Μέσα από τα γραπτά του ξεδιπλώνεται η προσωπικότητα ενός νέου ανθρώπου που δείχνει να είναι ταγμένος στην ποίηση στην καλλιτεχνία και τα γράμματα. Είθε η ζωή να είναι για τον Σταύρο ένα ποίημα!
Δήμητρα Λαοπόδη
Δημοσιογράφος
Το AgrnioNet.gr δημοσιεύει ποιήματα του
Ποιος όμως είναι ο Σταύρος Κωνσταντίνου και τι αναφέρει στο AgrinioNet.gr
“Η πρώτη μου προσπάθεια να δημιουργήσω δικιά μου λογοτεχνία ξεκίνησε προτού μάθω καν γράμματα. Ήμουν το πολύ πέντε – έξι χρονών. Ήταν καλοκαίρι και ήμουν στο χωριό μου μαζί με την γιαγιά μου. Θυμάμαι την είχα απελπίσει με τα παρακάλια μου να γράψει μια ιστορία που είχα σκαρφιστεί, και εκείνη-για να μου φύγει το παράπονο- πήρε ένα τετράδιο και έκανε πως έγραφε, σχεδιάζοντας απλώς καμπύλες, σαν κύματα. Για μένα αυτήν η πράξη είχε κάτι το απρόσιτο, κάτι πάνω απ’τον άνθρωπο, κάτι μυστικιστικό που με γοήτεψε.
Έτσι άρχισα να γράφω, από απλές ημερολογιακές σκέψεις ως μικρά αφηγήματα. Όλον αυτόν τον χαρτοπολτό τον μάζευα όλη την χρονιά. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα διάβαζα και τα πέταγα στην φωτιά. Ήταν για μένα μια σούμα, ένας απολογισμός, μια κάθαρση. Ήταν σαν να έλεγα “ αυτό και αυτό έκανα φέτος, αλλά η χρονιά πέρασε και τώρα πρέπει να κάνω κάτι καλύτερο”
Ποίηση άρχισα να γράφω κάπου στο τέλος του δημοτικού. Ως τότε την απέφευγα, με αηδίαζε η ομοιοκαταληξία. Μου φαινότανε φάλτσα. Προτιμούσα την φωνή μου ανθρώπινη, προφορική, κουβεντιαστή. Και πραγματικά, ο τρόπος που γράφω δεν διαφέρει και πολύ απ’τον τρόπο που μιλάω.
Άλλαξα μέσα μου όταν μέσα στην τάξη η δασκάλα μας μίλησε για τον Ελύτη. Δεν πίστευα πως μπορούσε να υπάρξει ποίηση δίχως ομοιοκαταληξία, μέτρο και άλλες λογοτεχνικούρες
Και ξαφνικά αγάπησα την ποίηση. Έγινε για μένα ο πιο ατόφιος τρόπος να μιλήσεις. Κάποτε σκέφτηκα τι όμορφο που θα τανε αν έγραφες ποίηση σαν να φτιάχνεις μουσική: να μάθεις να χρησιμοποιείς τις παύσεις, τις σιωπές, σαν να τανε λέξεις, και όμως να τις ακούς αυτές τις λέξεις και να τις λες γαλήνη
Το γεγονός πως ο πεζός λόγος με είχε κερδίσει για χρόνια έχει καθορίσει και τις απόψεις μου πάνω στην ποίηση. Δεν διάβασα ποτέ ποιήματα: διάβασα ποιητές. Κι αυτό γιατί πιστεύω πως ο καλός ποιητής πρέπει να δημιουργεί στο έργο του ένα αφήγημα, μια ιστορία. Έτσι απέφευγα να διαβάζω μεμονωμένα: με κάθε ποιητή που μελετούσα σχημάτιζα και έναν προσωπικό δεσμό. Θυμάμαι όταν ήμουν μικρός και είχα πάει εκκλησία είχα ανάψει ένα κερί στην ψυχή του Σεφέρη, σαν να τανε ο παππούς μου. Από τοτε το κρατάω αυτό το έθιμο και για τον Ελύτη και τον Καζαντζάκη
Έτσι, αν με ρωτάγανε γιατί γράφω ποίηση, θα έλεγα: για να πω μια ιστορία. Ποια ιστορία, όμως, δεν ξέρω ούτε γω να πω. Πρέπει να τελειώσει για να μάθω, και βρίσκομαι ακόμα στην αρχή της. Για την ώρα μόνο ενδείξεις έχω. Ξέρω πως ο Ελύτης ξεκίνησε με την λέξη Έρωτας και τελείωσε με την λέξη αγάπη. “Άλλο Έρωτας και άλλο Αγάπη”. Διαβάζω τον πρώτο μου στίχο και προσπαθώ να μαντέψω τον τελευταίο”.
Αστυγράφημα
“Δεν το ξέρω, όποιος όμως το ξέρει είναι σαν να βλέπει όλον το κόσμο εδώ: και έδειξε την παλάμη του”
Ανάλεκτα
Ι
Δεν είναι μόνο οι τύψεις που μπορούν να σου χαλάσουν τον ύπνο
είναι και κάποια άλλα πράγματα πολύ απλά
Ίσως φταίει που κοιμομασταν για χρόνια με ένα σπαθί ανάμεσα μας
αν κοιμηθήκαμε ποτέ μας
κοιτούσαμε το ταβάνι και τα μάτια μας στένεψαν
και τα μάτια μας στένεψαν
και σταλακώθηκαν σαν πατσαβούρες
Ή μπορεί να φταίνε απλώς οι αρχαίες κολόνες
οι αρχαίες κολόνες που γέμισαν γκράφιτι και ξύνονται μπροστά σου
σαν λεπροί. Κάποτε με αυτές τις κινήσεις ο θεατής καταλαβαίνω το “Ιώ” στην
αρχαία τραγωδία , χωρίς το στόμα να σαλέψει
-Ο χειμώνας έρχεται, μου είπες
και γω είδα τα παντζούρια μιας πολιτειας
να πέφτουνε σαν λαιμητομοι
ΙΙ
Κάποτε θα έρθει μια μέρα που θα πεις: και όμως τον τόπο αυτόν
τον αγάπησα
το χώμα εδώ είναι ακατέργαστο το πατήσανε τόσοι λαοί
το βεβηλωσανε τόσοι λαοί το ατιμασανε τόσοι λαοί…
Και όμως, ήταν παρθένο πριν κατά την διάρκεια και μετά
και το χώμα τούτο δω το βλέπαμε ακονίζοντας τα σπαθια μας
γυαλιζοντας τις ασπίδες μας
Ειμασταν όλο το πρωί αναδια στον Φιλοποίμενα
92 χρόνων , ο τελευταίος μιας παράδοσης παλιάς σαν τον μπρούτζο
τελευταίος σαν την Αλεξανδρινή βιβλιοθήκη
που θα την κάψουν οι βάρβαροι
Γυροφερναμε άσκοπα και τεμπέλικα
σήμερα θα τα δίναμε όλα
το βράδυ τα δουλεμπορικά θα μας φορτώνανε για Δήλο
το ξέραμε
Και ένας φίλος σου θα σου πει:
-Δεν μπορώ να ξεχάσω τα ξανθά της μαλλιά
τα θυμάμαι να πέφτουνε στα πόδια της σαν νυφικό πέπλο
όλα ήταν ένα ανεμογκαστρι και η φωνή και το χαμόγελο και ο άνθρωπος όλος
έσβησε τόσο ξαφνικά σαν εκείνο το κερί, το κερί που οι Εστιάδες φυλαγανε με τόσο κόπο
σαν τις παρθένες της παραβολής
μια γυναίκα τόσο κενή που μπορείς να την φανταστείς
μόνο άμα κλείσεις τα μάτια σου (μπορεις να φανταστείς κάτι όμορφο τόσο βάρβαρο και ολέθριο; )
ΙΙΙ
Έχυσαν στην φωτιά το γάλα και η αγελαδα βελαζε τέσσερις μέρες (δεν με άφησε
να κοιμηθώ)
έτυχε να περνούμε διαβαταρικα σύννεφα
αμολησαμε ένα σμήνος μεταξοσκώληκες
αρχίσαμε να τα γνεθουνε και σιγά σιγά έβλεπες την αυγή να
φτάνει
φτάνει λίγο να περιμένεις
να αρπάξεις την καρδιά σου και να την βουτήξεις στο παλιό πηγάδι
η καρδιά είναι αντλία
καταλαβαίνεις; δεν φτιάχνει κάτι καινούριο
Τον παππού μου τον χωρίζουν από τον πατέρα μου δεκατέσσερις γενεές
Τον πατέρα μου τον χωρίζουν από μένα δεκατέσσερις γενεές
μετά από μένα δεν ξέρω τι θα υπάρξει
Στέκομαι στην βροχή και προσμένω τον κεραυνό
να μου ανάψει το τσιγάρο
το λειψό φεγγάρι μοιάζει με λυπημένο βλέφαρο
δεκατέσσερις γενεές και άλλες τόσες γεννημένες
στις φωτιές και στις δροσιες του Μάρτη
δεν ξέρω αν θα υπάρχουν φωτιές είτε δροσιες
ή εστω ο Μάρτης
Οι καλένδες είναι η μέρα που μας υποσχέθηκαν
τότε θα μάθουμε
ως τότε μετράμε το οξυγόνο μας στις κλεψύδρες
Και χαμογελάμε όσο είναι βολετο
γιατί το ανθρώπινο σώμα είναι η πρώτη γλώσσα του κόσμου
IV
Περπατήσαμε στον κάμπο εκείνο το πρωί
Ηλιαχτίδες σαλευαν στον άνεμο σαν πλεξούδες
κι ο δρόσος της χλόης
και η αίσθηση της γης στα γυμνά σου πόδια
και η αίσθηση της γύρης που αργυρωνε τα αγάλματα
και τα σύννεφα σαν σφουγγάρια σε καθάριζαν
Το χέρι σου ήταν εξοικειωμένο με το χώμα
έμεινε η μυρωδιά η αφή του πάνω σου
το επλαθες στα χέρια σου σαν πηλό
και τότε επερνες μια βαθιά ανάσα
και ανέπνεες την γύρη και τις πευκοβελόνες και τ’αστερια
κι αναβολαγες την ζωή
και το χώμα γινότανε άλλοτε ένα λουλούδι άλλοτε ένα συναίσθημα ένα άγγιγμα
άλλοτε ένα μικρό φανάρι
που μετέφερε το μήνυμα στον ουρανό
-Δεν φελάει η αμειψισπορά, μου είπες
το χώμα χρειάζεται ανάπαυση
Δεν το ακούτε; έχει μαζέψει πύον στα σπλάχνα του
θ’αρχισει να φτύνει λάβα
και θα πετρώσει τον
ήλιο σαν τον Κολοσσό της Ρόδου που
τον αποκεφάλισαν
V
Αν το θέλαμε θα μπορούσαμε να είχαμε ζήσει
όχι να ζήσω, ούτε να ζήσεις
να ζούσαμε μαζί μόνο όπως μπορεί να είναι ζωντανός ένας άνθρωπος
Ξέρεις, δεν χρειάζονταν να γίνει έτσι
η ζωή είναι σαν την θάλασσα
Θάλλασα
του κόσμου άννασα
και των πουλιών ανάσα
που λέει και ένα χαϊκού
αφήνεις το σώμα σου και πλαγιάζει στην ράχη της
άμα δεν την εμπιστευτείς βουλιάζεις
Βουλιάξαμε
η θάλασσα έχει λακκάκια, σαν ανθρώπινο χαμόγελο
ίσως είναι πιο άνθρωπος από σένα και από μένα
και το νερό είναι λίγο γιατί είναι άριστο (καλά τα έλεγε ο Πίνδαρος)
-Κουραστηκα τουλάχιστον έρχεται το καλοκαίρι
VI
Μερικές φορές φαντάζομαι πως θα είναι τα πράγματα όταν αυτό το κακό τελειώσει
να δω τι αγοραστική αξία έχει το ανθρώπινο αίμα
Το κράνος σου θα έχει έναν σταυρό
που μια γριούλα ζωγράφισε με το κερί της
όπως στα ανώφλια το Πάσχα
τα δέντρα με τα χρόνια στις πλάτες τους εθνεγερσίες αλώσεις εκστρατείες
θα πουν: Αναρκειτω βίος
και οι κόρες θα τρέχουν ξυπόλητες
με τις δάφνες στα μαλλιά
-Εκεινη θα μυρίζει λεμόνι
συνήθιζε να έχει λεμονανθους στο προσκέφαλο της
οι άνθρωποι θα έχουν τα καρδιογραφήματα για βινύλια
θα τα βάζουν στους φωτογράφους και θα τρέμει η γη
(ακείσθαι μολπαισι βροτοις, πού’λεγε και ο Ευριπίδης)
Και οι πατέρες θα ανοίξουν μια τρύπα στον ήλιο
να υπερασπιζόμαστε με το σπέρμα μας
όπως κάνανε με τους ολυμπιονίκες στα παλιά τα χρόνια
και θα έρθει ένας κοκκινολαίμης και θα μας καθαρίσει το αίμα
και θα μεθύσει
VII
Μερικές φορές φαντάζομαι πως θα είναι τα πράγματα όταν το κακό αυτό
τελειώσει
και έτσι δεν κοιμάμαι
πράγματι, δεν είναι μόνο οι τύψεις που μπορεί να σου χαλάσουν τον ύπνο
Γαλήνη
Νέκυια
-Κείται ο Πάτροκλος νεκρός, μάχονται
για την σωρό του που ο Έκτορας λεηλάτησε
Και μένα με κάλυψε μαύρη νεφέλη
Μας ζήτησε να τον θάψουμε με μια χούφτα σπόρους
στα χέρια
ήθελε να ανθίσει ένα δέντρο από τα κόκαλα του-
Η ζωή που νικάει τον θάνατο
Άγγιξα τα φύλλα αυτού του δέντρου και ένιωσα το αίμα του φίλου μου
να κυλάει στις φλέβες τους
Ένα δάσος φύτρωσε στη μέση της ανυπαρξίας
σαν τις τρίχες ενός κορμιού που ανατριχιάζει
Το νερό της Στύγας το φέρνει ο Αχελώος
που είναι το δάκρυ, που ούτε να το χτυπήσεις μπορείς
ούτε να σε χτυπήσει
μόνο υπάρχει για να στάζει σαν την κλεψύδρα
-Απέσβετο λάλον ύδωρ, κλαίει, ησσ’εκείσε κατ’εικείσε, δμώσιν Αχελώον φέρειν
Το κύμα παράσερνε διαμελισμένους Πρίαπους
που βαστούν τα μέλη τους όπως βαστάς την τελευταία μέλισα
ή το τελευταίο όνειρο, όταν μια πουναλιά έχει ανοίξει βαθιά
το στήθος του ύπνου
Το κύμα παράσερνε
χίλιους δαίμονες
που πάλευαν να ανοίξουν
τα σπλάχνα του πόνου
Βάλαμε
τις ψυχές μας
στην φωτιά και δεν κάηκαν
δεν μας εγκατέλειψαν
οι θεοί
Είναι οι ψυχές των αθώων
μου είπε, φθείρομαι, φώναζε
Το πιάτο του ψαρά θα το δεις άδειο, για χρόνια
άδειο
σαν τα χείλια του ανθρώπου που γίνονται λιωμένη ρόδα
ενός μύλου
με κουβαλητό νερό δεν γυρίζει ο μύλος
Δεν γυρίζει πλευρό η μέρα
και κοιμάται πάντα τον ίδιο ύπνο,
σαν τον Τιθωνό
Θυμάμαι μου έλεγε:
-Δεν ζει οποίος αναπνέει μονάχα
όταν ήμουν παιδί βρήκα στον κήπο μου μια πεταλούδα
την είδα να σηκώνεται και να πετάει μακριά
Να, έτσι θα πεθαίνουν οι άνθρωποι
όπως μια γυναίκα που θηλάζει στο παιδί της την τελευταία κόθρα της ψυχής της
Ο άνθρωπος είναι καλός στο να πεθαίνει
και γω έδωσα πολλές φορές την ζωή μου
να, δες την γραμμή της ζωής στο χέρι μου
σαν επίδεσμοι ενός κορμιού που με το ζόρι βαστάει
ή σαν το νερό που σκάει στα βράχια και βρίσκει τον μύλο
Και όμως, το πιάτο του ψαρά είναι μια φορά γεμάτο
και περνάει ένα σμήνος περιστέρια να αλλάξει το τοπίο
και τα χαμόγελα ανοίγουν τις φτερούγες τους
και η νύχτα ξεθάβει τα παλιά εξαπτέρυγα της
Και όμως, το πιάτο του ψαρά είναι μια φορά
και τα λείψανα των ρούχων του βγάζουν μύρο
και οι χειρονομίες του δάκρυα σπασμένης πένας
γυρίζουν τον μύλο, τον μαρμαρωμένο σαν τον βασιλιά
που οι άντρες της φυλής μας
περίμεναν τόσα χρόνια
χρόνια στο κρύο χρόνια στην λάσπη με δέρμα αργασμένο
δια πυρός και σιδήρου
και ψιθυρίζουν -πλην το μόρσινον, για χρόνια
και ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα φύτρωσαν στα σπλάχνα τους
και τα τριαντάφυλλα ανοίγουν
τα τριαντάφυλλα φυλάγουν το γαλάζιο στο μπουμπούκι τους
και ανοίγουν τον ουρανό, ανοίγουν την μέρα
-ει δ’άρα τιμήσαι, θύγατερ Διός, όστις άριστος
δήμος Αθηναίων εξετέλεσε μόνος
-Και με κοιμήθηκαν τριάντα οκτώ. Και με αφάνησαν και μένα και τις άλλες. Και τώρα δικαιοσύνη δεν βρίσκομε πουθενά. Μόνο δόλο και απάτη
Και οι ψυχές αγκάλιασαν τα σώματα
να βαστάξουν
στα μάτια τους σταυρωμένος ο ήλιος
ξεχείλιζαν σύννεφα από τα πλευρά του
Και οι ψυχές μας δεν είναι σαν την άρπα
στην αρχή κουρδισμενες
έπειτα φθείρονται σαν τα νομίσματα που αλλάζουν χέρια
και η μουσική πεθαίνει με τις χορδές τους
δεν είναι σαν το έρμα του πλοίου
ένα απλό βάρος στο κέντρο του στήθους
Ούτε τα σώματα μας σαν τα ρούχα
που κουρελιάζουν σαν τις ρυτίδες
γυναίκας που γερνάει
με τους λεκέδες, τα αίματα τις χαρακιές πάνω τους
λεύκωμα μιας ιστορίας που δύσκολα θα έλεγες
στο παιδί σου το βράδυ
Είναι και τα δύο κάστρα στην άμμο του καλοκαιριού
στηθαίο της θάλασσας
με ένα επίμονο παιδί από πάνω τους να τα φτιάχνει όλοένα
Το σώμα και η ψυχή είναι ένα κερί
στην άκρη ενός φορέματος
που του φιλάει την άκρη
και η φλόγα του σαν θυστάδα
όπως φιλάς το φόρεμα μιας αρχόντισσας
Τα σώματα τους και οι ψυχές τους
ήταν σκόρπιες
και ήταν πεθαμένες
σαν την πάχνη των πρώτων πρωινών ωρών
πάνω στα βάτα
Το φιλί της μέρας τα φύσηξε σαν ευχολούλουδα
-Χαίρε, Ω Αχελώε, βγες στην γη ετούτη
και φτάσε να δώσεις το θείο δώρο της ζωής στους θνητούς
τους οκύμωρους που η ζωή τους δόθηκε
σαν ένα τρέμουλο
στην άκρη του ματιού
Εσύ, που κρύβεις τον ερχομό σου στο έρεβος
Ω, κύμα, που η δροσιά σου ξετυλίγει το Βελούχι
για να δώσεις την ζωή σε όσους διψάνε
Εσύ υψώνεσαι και η γη αναστεναζει από αγαλλίαση
κάθε κοιλιά ροδιζει και κάθε ώμος σαλευει από το γέλιο
κάθε δόντι αλεθει το νόστιμο ημαρ
Πρωτοχορευτης ήταν ένα παιδί, ψηλός σαν τον Εριχθέα
Ενας περαστικός τους απάντησε
-ο θεός σας πεθαίνει
και αφού σας αρέσει να μιλάτε με γρίφους;
Μια αυτοφυής λειψανδρία ο άνθρωπος θύλακος πανσπερμίας….
Βάλε το κόμμα όπου θες
πριν τον άνθρωπο ή μετα
Τον άνθρωπο ο φιλόσοφος τον έψαχνε παντού
με ένα λυχνάρι
για να βρεις τον άνθρωπο όμως
χρειάζεται να ξέρεις πως η χάρη πάει μακριά
και ότι είσαι διάδοχος του εαυτού σου
και ότι για κάθε άνθρωπο υπάρχει ένα θαύμα
και δεν του ανήκει άλλο
και ότι οι πεθαμένοι είναι εκεί
σαν τον ίσκιο που χτίζεται λίγος λίγος
σαν σταλαγμίτης
και λίγος λίγος
χτίζεσε εσύ
και εσύ χτίζεις τους επόμενους σου
-Ξερεις ξεκίνησα κατι που δεν μπορεί να το σταματήσει τίποτα
Εκάστω άπιτε
Σονέτο 128
“και ησαν οι δυο γυμνοι και ουκ ησχύνοντο” Γέννεση, 24
“Άντρας: Ώρκισα υμάς θυγατέρες Ιερουσαλήμ
εν ταις δυνάμεσιν και εν ταις ισχύσεσιν του Αγρού
εάν εγείρητε και εξεγείρητε την αγάπην έως αν
θέληση”
Νύφη: Ώρκισα υμάς θυγατέρες Ιερουσαλήμ
εν ταις δυνάμεσιν και εν ταις ισχύσεσιν του Αγρού
εάν ευρήτε τον αδελφιδόν μου, τι απαγγείλητε
αυτώ;
ότι τετρωμένη αγάπης εγώ” Άσμα Ασμάτων
“Ει ης ώδε…” Καινή διαθήκη
-Έχεις μια Αφροδίτη στην καρδιά σου
και μαλλιά αυτόφωτα, σαν τα καινούργια καμπαναριά
Ήθελα να δω απλώς τα μάτια σου
όταν ο ουρανός τα έβρεχε με όλο του το γαλάζιο
σαν ξωτικιά
που την γέννησε το φεγγάρι ανοίγοντας τα πόδια σε μια λίμνη
και ο ήλιος το πρωί φύσηξε μέσα της μια λάβρα
ανοίγοντας τα μάτια της με τα βλέφαρα που ξετυλίγονται
σαν φτερά Αλκυόνας
Ήθελα απλά να μου δείξεις τις πληγές σου
σα μια παρθενιά άσπιλη από τον ήλιο
-Το να χάνεις σε μια μέρα μάνα πατέρα και αδερφό
είναι μια τραγωδία ανείπωτη
αν χάσω και εσένα
δεν μου μένει
παρά να ακολουθήσω τα χνάρια της
Άλκηστις
να γίνω δούλα της Περσεφόνης(δούλη θανούμαι, πατρός ουσ’ελευθέρου)
να γεμίζω γεμίζω ταγή την ταΐστρα του Κέρβερου
Ή να μετράω τα νομίσματα στα μάτια των σκοτωμένων
(και ας φοβάμαι τους νεκρούς)
Μερικές φορές στέκομαι και σκέφτομαι
πώς ο ουρανός ευνουχίστηκε
γιατί δεν ξαναφτιάχνεται ο έρωτας
Γιατί με κοιτάς με αυτά τα μάτια;
μέσα μου υπάρχει μόνο
Πόνος
τυλιγμένος
με δέρμα
και είχα ανάγκη
έναν άνθρωπο
να προσεύχεται δίπλα μου
σαν ένα χρυσάνθεμο γυρισμένο ανάποδα
Όπως εκείνος ο άγιος που τον σταυρώσανε ανάποδα
Έκτωρα…
το παιδί μας έκτωρα
Ξενυχιάσαμε τις πλάτες μας
μείναμε κενοί, δίχως κεφάλια
σαν τις ερμοκοπίδες
(Όχι, μην με κρατάς…)
-”Μα υπάρχει και ένας τρόπος γρήγορος, εύκολος” μου λες
πριν όμως μου εξηγήσεις
Θέλω να ξέρεις
πώς φτάσαμε στην Δέση
κ’οι περίακτοι γύρισαν και βγήκαν οι νεκροί
απ’ τις Χαιρώνειες κλίμακες
τους αξίζει σπονδή με αίμα – το δικό μου αίμα
και θα φορέσω τα κόθορνα γιατί οι προφητίες
μπορεί να κάνουν λάθος
εγώ όμως όχι
Και εάν ήταν μόνο ένας χείμαρρος που ξεράθηκε;
Για να ζήσεις σε αυτόν τον κόσμο πρέπει να είσαι χιμαιρώδης
Όπως ερχόμουν ήταν τρία
κ
ο
ρ
ί
τ
σ
ι
α
να μαδάνε έναν ήλιο
“Θα χαθεί – δεν θα χαθεί το καλοκαίρι μας ”
Κι ένας άντρα που έπαιζε με τα αντήλια στο έβγα της μέρας
σαν κάτι παλιές νομαδικές πολεοδομίες
Τώρα που θα χωρίσουμε σκέφτομαι συχνά
τα ηλιοτρόπια
νομίζω πως στην άκρη τους θα βρω εσένα
Φαντάσου πως το μόνο που ήθελα ήταν μια ζωή
γυμνή
απ’ την κορφή ως τα νύχια
ανθισμένη ως τις ρίζες
-Ο ήλιος ξέρει να λέει το σ’αγαπώ με εκατό χιλιάδες τρόπους
και τα μάτια τον χελιδονιών να το θυμίζουν
εκατό χιλιάδες μια
Και ξέρεις τι
η θάλασσα
δεν αφήνει να χαθεί ούτε μια προσευχή
των γυναικών
που έχουν έναν άντρα στον πόλεμο
Εάν στον ύπνο σου νιώσεις ένα φιλί
θα είμαι εγώ στον ύπνο μου
-Και εάν στον ξύπνιο σου νιώσεις ένα φιλί
Θα είμαι εγώ που νίκησα
-Ζωντανός ή νεκρός ;
-Ναι, το δαχτυλίδι μου είναι αρραβώνας